- Εὐάδνης
- Εὐάδνηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαμίδες — Το διασημότερο από τα τέσσερα μαντικά γένη της αρχαίας Ήλιδας. Γενάρχης του ήταν ο Ίαμος, γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης (κόρης του Ποσειδώνα και της λακωνικής νύμφης Πιτάνης), την οποία υιοθέτησε ο ηγεμόνας της Αρκαδίας, Αίγυπτος. Οι… … Dictionary of Greek
Ίαμος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης, κόρης του Ποσειδώνα από την Πιτάννη, γενάρχης των Ιαμιδών. Η μητέρα του είχε εγκαταλείψει τον Ί. αμέσως μετά τη γέννησή του, αλλά τον έθρεψαν δύο φίδια με μέλι, ώσπου ένας δελφικός… … Dictionary of Greek
Πείρανθος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Άργους και της Ευάδνης, κόρης του Στρυμόνα. Ο Π. γέννησε από την Καλιρρόη γιο που πήρε το όνομα του παππού του (Άργος) … Dictionary of Greek
Σθένελος — I Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ήταν σύγχρονος του Αριστοφάνη, ο οποίος τον διακωμώδησε στις κωμωδίες του Σφήκες και Γηρυτάδης. Εξάλλου ο κωμικός Πλάτωνας τον χαρακτήριζε στην κωμωδία του Λάκωνες ως «τα αλλότρια σφετεριζόμενον» λογοκλόπο. Ο… … Dictionary of Greek